Η διαμεσολαβήτρια είναι ένα τρίτο, ουδέτερο πρόσωπο, που εφαρμόζει ειδικές μεθόδους και τεχνικές που βοηθούν στο να ξεπεραστούν τα συχνά και συνήθη εμπόδια στην επικοινωνία των δυο πρώην συντρόφων. Κατ’αυτό τον τρόπο τα μέρη μετακινούνται από τις αρχικές θέσεις τους σε μια νέα οπτική με επίκεντρο τα πραγματικά τους συμφέροντα, ώστε, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, να βρουν από κοινού μια συναινετική λύση που θα ικανοποιεί και τις δυο πλευρές.
Στην περίπτωση που τα μέρη δυσκολεύονται στη μεταξύ τους επικοινωνία, η διαμεσολαβήτρια μπορεί να επικοινωνήσει με κάθε μέρος ξεχωριστά σε προσωπικές – ιδιωτικές συναντήσεις. Σε αυτές θα ακούσει το κάθε πρόσωπο με κατανόηση και με ενσυναίσθηση, δίνοντάς του την ευκαιρία να μιλήσει για τα δύσκολα συναισθήματά του και να αποφορτιστεί από τον θυμό και την ένταση, κάτι που είναι απαραίτητο για να μπορέσει να δει με ψυχραιμία και σύνεση τις δυνατότητες της εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς.
Καθώς στη διαμεσολάβηση ισχύει το απόρρητο, τα μέρη μπορούν να συζητήσουν τις εμπιστευτικές πτυχές της υπόθεσής τους με ασφάλεια, καθώς αυτές δεν επιτρέπεται να μεταφερθούν στο άλλο μέρος, παρά μόνο στην περίπτωση που τα ίδια το επιτρέψουν, εφόσον πιστεύουν ότι αυτό θα βοηθήσει στην πρόοδο της συζήτησης.
Επιλέγοντας κι ολοκληρώνοντας τη διαμεσολάβηση, τα μέρη αποφασίζουν υπεύθυνα και ώριμα για την υπόθεσή τους και, αντί να αφήνουν τις αστοχίες και τα προβλήματα του παρελθόντος να καθορίσουν το μέλλον τους, απαλλάσσονται από αυτά μια και καλή.
Έτσι και ο ρόλος της διαμεσολαβήτριας χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της προσφοράς, καθώς ενεργεί προς όφελος και των δυο μερών, κι όχι μόνο του ενός:
Στη διαμεσολάβηση δεν υπάρχουν χαμένοι, παρά μόνο νικητές.