Μέχρι πριν όχι και τόσο πολλά χρόνια, ακόμη και για ένα συναινετικό διαζύγιο ήταν απαραίτητη η έκδοση δικαστικής απόφασης.  Έτσι η δικαστική εμπλοκή, έστω και στα πλαίσια μιας τυπικής διαδικασίας, ήταν αναπόφευκτη. Στην πράξη, τα βήματα «δικηγόρος – δικαστήριο» ήταν όχι μόνο η πεπατημένη, αλλά και η μοναδική οδός.

Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει δραστικά: η έκδοση συναινετικού διαζυγίου γίνεται μέσω συμβολαιογράφου, ενώ για την επίλυση των οικογενειακών διαφορών υπάρχει, αντί για την πολεμική οδό των δικαστηρίων, η ειρηνική οδός της διαμεσολάβησης.

Κατ’ αυτό τον τρόπο τα μέρη ξεκινούν από μια εξ αρχής συναινετική αφετηρία και βάση, που αντί να μεγαλώνει την απόσταση μεταξύ τους, την μικραίνει, μέχρι τα μέρη να φτάσουν σε ένα κοινό σημείο σύγκλισης. Ειδικότερα, μέσα από τις συνεδρίες της διαμεσολάβησης γίνονται τα απαραίτητα βήματα, καθώς τα μέρη δεν λειτουργούν σε συνθήκες πόλωσης, αλλά με σκοπό την εξεύρεση λύσης. Σε αυτό βοηθά δραστικά το ότι τα μέρη θέλουν συνειδητά να αποφύγουν μια αντιδικία, κι αυτό τους παρακινεί, αντί να βλέπουν τα πράγματα με λογική αντιπαράθεσης, να ψάχνουν και τα ίδια για πιθανές λύσεις.

Και καθώς οι στόχοι και η εστίαση φέρνουν τα αντίστοιχα αποτελέσματα, η διαμεσολάβηση λειτουργεί θετικά στο να επιδιώξουν τα ίδια τα μέρη, με τη βοήθεια της διαμεσολαβήτριας και των νομικών τους παραστατών, να δημιουργήσουν ένα καινούργιο πεδίο συνεννόησης.

Και είναι αυτό το καινούργιο αυτό πεδίο πολύ σημαντικό, καθώς δεν λειτουργεί μόνο για τις ανάγκες της διαμεσολάβησης, αλλά τα μέρη θα συνεχίσουν να συνυπάρχουν σε αυτό και στο μέλλον ως γονείς, για την από κοινού ανατροφή των παιδιών τους.

Διότι η γονεϊκή σχέση δεν λύνεται με ένα διαζύγιο, αλλά κρατά για μια ζωή.