Μετρώ είκοσι δύο χρόνια σταδιοδρομίας στη δικαστική («μάχιμη») δικηγορία. Είναι ένα επάγγελμα υψηλών ρυθμών και απαιτήσεων, με ένταση, αγωνία, ανατροπές, μεγάλες χαρές και μεγάλες λύπες – όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις μάχες, καθώς η αντιδικία είναι, και αυτή, μια μορφή μάχης.
Όμως μια αντιδικία δεν έχει μόνο σασπένς, νικητή και δικαίωση. Έχει και ηττημένο. Έχει επίσης νίκες, που όταν αργούν πάρα πολύ, κινδυνεύουν να μετατραπούν σε πύρρειες: σε πολλές περιπτώσεις, είναι πολύ αργά για να φέρουν την πολυαναμενόμενη ίαση. Και μέχρι τότε, στο αρχικό πρόβλημα έχει προστεθεί ένα καινούργιο: η αντιδικία, από μόνη της, μπορεί να αποδειχτεί ένα σοβαρό πρόβλημα, ακόμη πιο δύσκολο και από την ίδια τη διαφορά, την οποία καλείται να επιλύσει: τα πολλά χρόνια που πρέπει να περάσουν μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης, τα υψηλά δικαστικά κόστη, η αβεβαιότητα ως προς την έκβαση της δίκης, η αγωνία, η τοξικότητα της αντιδικίας, που, σαν μια ανοιχτή πληγή διαρκείας, δηλητηριάζει τις ζωές των ανθρώπων που εμπλέκονται. Και σε όλα αυτά προστίθεται το στρεσογόνο περιβάλλον των δικαστηρίων, που ενεργοποιεί κυρίως τις δυσάρεστες πλευρές των συμμετεχόντων: από τους δικαστές και τους δικηγόρους μέχρι τους ίδιους τους πολίτες, οι παράγοντες μιας δίκης συμπεριφέρονται ανελαστικά, αυστηρά, ακόμη κι επιθετικά – τα δικαστήρια μπορούν να γίνουν χώροι κακοποιητικοί.
Η αλήθεια είναι πως ο πολίτης, όσο καλά κι αν ενημερωθεί προτού ξεκινήσει μια αντιδικία, είναι αδύνατον να συλλάβει τις καθυστερήσεις, τις γραφειοκρατικές επιπλοκές, τις τυπικότητες που μπορούν να σταθούν εμπόδιο στην έκδοση μιας δικαστικής απόφασης, τα εξτρά έξοδα και, το σημαντικότερο, τη χρόνια αίσθηση αδικίας και θυμού, που παρατείνεται και γιγαντώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Κι όταν, στο τέλος, έρχεται η ώρα της δικαστικής κρίσης, κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιος θα είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος, ούτε εάν, μετά από τόσα χρόνια, η νίκη μπορεί να αποτελέσει μια ικανοποιητική, πλέον, λύση – είτε γιατί οι ανάγκες των μερών έχουν μέχρι τότε αλλάξει, είτε, γιατί δεν υπάρχει πια αντικείμενο υλοποίησής της.
Διότι τα πέντε έως δέκα χρόνια που χρειάζονται μέχρι να βγει μια τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου (και χωρίς να υπολογίσουμε την περίπτωση που η υπόθεση συνεχιστεί στον Άρειο Πάγο) μπορεί να είναι λίγα μπροστά στην αιωνιότητα, όμως μπροστά στη ζωή ενός ανθρώπου είναι πολλά, έως πάρα πολλά: άνθρωποι έρχονται στο γραφείο νέοι και φεύγουν μεσήλικες, άλλοι έρχονται μεσήλικες και φεύγουν με τα μαλλιά τους ασπρισμένα.
Αντιθέτως, η διαμεσολάβηση αποτελεί την ιδανική διέξοδο για να αποφύγει κανείς την παραπάνω ταλαιπωρία κι αβεβαιότητα: πρόκειται για μια επίσημη, θεσμοθετημένη διαδικασία που οδηγεί στην άμεση επίλυση της διαφοράς από τα ίδια τα μέρη. Κι όταν μιλάμε για άμεση λύση, εννοούμε ότι η λύση μπορεί να βρεθεί και σε μια μόνο μέρα, μέσα στην οποία τα μέρη (α) αποκτούν μια ρεαλιστική εικόνα του προβλήματός τους, (β) αποκτούν μια ρεαλιστική εικόνα της αντιδικίας, (γ) κατανοούν κι αντιλαμβάνονται τι είναι αυτό που πραγματικά χρειάζονται και (δ) κατανοούν κι αντιλαμβάνονται τι είναι αυτό που μπορούν να αφήσουν πίσω, προκειμένου να κλείσουν τη διαφορά και να προχωρήσουν τη ζωή τους μπροστά, απαλλαγμένοι από το βάρος της διαφωνίας και διατηρώντας μια πολιτισμένη, έως και εποικοδομητική σχέση με τον εν δυνάμει αντίδικό τους.
Για όλους τους παραπάνω λόγους ο καλύτερος τρόπος για την επίλυση μιας διαφοράς είναι ο εξωδικαστικός, λόγω της ταχύτητας, της αμεσότητας, του χαμηλού κόστους, της αποφυγής αντιπαλότητας και, το σπουδαιότερο: επειδή είναι τα ίδια τα μέρη που αποφασίζουν, υπεύθυνα και ώριμα, για την υπόθεσή τους, αντί να περιμένουν από ένα τρίτο πρόσωπο να αποφασίσει γι’ αυτήν.