Η παραδοσιακή αντιμετώπιση ενός νομικού προβλήματος είναι να προσφύγει ο πολίτης στον δικηγόρο για νομική συνδρομή. Εκεί, νιώθοντας αδικημένος, εκφράζει τον θυμό του και την επιθυμία του για δικαίωση. Είναι τότε σύνηθες ο δικηγόρος να ενστερνίζεται (ακόμη και να υποδαυλίζει) τη συναισθηματική φόρτιση του εντολέα του, υπερθεματίζοντας κατά του προσώπου που φέρεται πως τον αδίκησε κι αναλαμβάνοντας να τον δικαιώσει. Και για να το πετύχει, πρέπει να πείσει ένα τρίτο πρόσωπο, ότι ο εντολέας του έχει δίκιο: τον δικαστή.

Κατ’αυτό τον τρόπο ο πολίτης μεταθέτει το πρόβλημά του αποκλειστικά σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή άμεσα στον δικηγόρο κι έμμεσα στον δικαστή, από τους οποίους περιμένει να τον δικαιώσουν και να επιλύσουν το πρόβλημά του.

Αυτό, κατά μια έννοια, μοιάζει με την αντίδραση και τη συμπεριφορά ενός παιδιού, το οποίο περιμένει από τους γονείς του να το προστατεύσουν από την αδικία που νιώθει ότι βιώνει. Κι ενώ κάτι τέτοιο είναι εύλογο όταν ο άνθρωπος είναι ακόμη αδύναμος κι ανυπεράσπιστος, στην ενήλικη ζωή μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις: ο άμεσα εμπλεκόμενος, έχοντας εμπιστευτεί την υπόθεσή του σε χέρια τρίτων, καταλήγει να αποστασιοποιηθεί από τη διαχείρισή της, δηλαδή και από τη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων γι’αυτήν. Με αυτόν όμως τον τρόπο, κι έχοντας καθηλωθεί στον ρόλο του θύματος που προσμένει τη δικαίωση, χάνει τη δυνατότητα για μια σφαιρική και ρεαλιστική αποτίμηση του προβλήματός του, και συνάμα παραβλέπει τις δικές του ευθύνες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του προβλήματός του αυτού.

Έτσι ο πολίτης πολώνεται στο ανελαστικό δίπολο ‘δίκιο – άδικο’ και ‘νικητής – ηττημένος’, κι ενώ στην πραγματικότητα και τα δυο μέρη έχουν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία τους.

Αντιθέτως, κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, όπου το ζητούμενο δεν είναι η έκδοση μιας «νικητήριας» δικαστικής απόφασης, αλλά η επίλυση της διαφοράς με συμφωνία των ίδιων των μερών, ο πολίτης αποκτά έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο: παίρνει ο ίδιος τον έλεγχο της υπόθεσης στα χέρια του, αναλαμβάνοντας να αποφασίσει ο ίδιος γι΄ αυτήν. Για να μπορέσει, δε, να μετατοπιστεί από την παραπάνω θέση του «αμέτοχου αδικημένου» στην ενεργητική – δυναμική θέση της λήψεως των απαραίτητων για την επίλυση της διαφοράς του αποφάσεων, προχωρά στη συνειδητοποίηση της δικής του συμβολής στην εξέλιξη της πορείας των πραγμάτων –τα δικά του σφάλματα και τις δικές του παραλείψεις– κι επανεξετάζει την αρχική του αντίληψη ως προς το τι είναι δίκαιο και τι άδικο, ώστε, μετακινούμενος από τα αρχικά του αιτήματα, να προχωρήσει στην εξεύρεση μιας λύσης και να απεμπλακεί από το πρόβλημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Και αυτό, το να συνειδητοποιεί ο άνθρωπος τις ευθύνες του, καθώς και ότι, για να προχωρήσει μπροστά, θα πρέπει να αφήσει κάτι πίσω, είναι μια πράξη ενηλικίωσης και ωριμότητας.