Πέρα από την εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος, μια σημαντική πτυχή της διαμεσολάβησης είναι η ιδιωτικότητα που διέπει την όλη διαδικασία.
Ειδικότερα, οι δίκες διεξάγονται στις δικαστικές αίθουσες, οι οποίες είναι εκ του νόμου (και σύμφωνα με την αρχή της δημοσιότητας) ανοιχτές στο κοινό. Μέσα δε στις αίθουσες βρίσκονται, πέραν από τους δικαστές και τους δικηγόρους, οι διάδικοι και οι μάρτυρες των υπόλοιπων υποθέσεων, κάτι που, ιδιαίτερα στις υποθέσεις που φέρουν έντονα προσωπικό χαρακτήρα, γίνεται ιδιαίτερα επώδυνο και ψυχοφθόρο, καθώς η ιδιωτική ζωή των διαδίκων φανερώνεται με τρόπο υποχρεωτικό και βίαιο σε άγνωστο αριθμό τρίτων.
Αντιθέτως, η διαμεσολάβηση γίνεται σε ειδικά διαμορφωμένο για τις ανάγκες της χώρο, με γνώμονα την ιδιωτικότητα και την εχεμύθεια (κι ενώ σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει και διαδικτυακά). Πιο συγκεκριμένα, τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη διαμεσολάβηση δεν έρχονται σε επαφή με τρίτα, πλην των εμπλεκομένων στη διαδικασία πρόσωπα, έτσι ώστε δεν γίνεται γνωστή ούτε η συμμετοχή τους στη διαμεσολάβηση, αλλά ούτε και το ίδιο το γεγονός της διεξαγωγής της. Κατά δεύτερον, όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης προστατεύονται από το νόμο ως απόρρητες, δηλαδή όλοι οι συμμετέχοντες φέρουν την υποχρέωση να μην αποκαλύψουν σε κανέναν τρίτο αυτά που λέγονται κατά τη διάρκειά της, γεγονός που απελευθερώνει τα μέρη στο να μιλήσουν πιο ελεύθερα και πιο ανοιχτά για τη διαφορά, κάτι που λειτουργεί προς όφελος της εξωδικαστικής επιλύσεώς της.
Επιπλέον, στην περίπτωση που τα μέρη δυσκολεύονται στη μεταξύ τους επικοινωνία, η διαμεσολάβηση παρέχει τη δυνατότητα για προσωπικές – ιδιωτικές συναντήσεις με τον διαμεσολαβητή / διαμεσολαβήτρια, χωρίς την παρουσία του άλλου προσώπου, στις οποίες συναντήσεις τα μέρη μπορούν να συζητήσουν τις εμπιστευτικές πτυχές της υπόθεσής τους σε καθεστώς απόλυτης ασφάλειας, καθώς οι κατ’ιδίαν συζητήσεις δεν επιτρέπεται να βγουν εκτός του δωματίου, παρά μόνο στην περίπτωση που τα ίδια κρίνουν ότι η μεταφορά τους στο άλλο μέρος θα βοηθήσει στην επίλυση της διαφοράς.
Κατ’αυτό τον τρόπο η διαμεσολάβηση εξασφαλίζει μια ήρεμη κι εμπιστευτική διαδικασία, που προστατεύει τα μέρη από τη δημοσιότητα και την όλη εν γένει αναστάτωση που συνεπάγεται μια δίκη, παρέχοντας τις κατάλληλες συνθήκες για να λυθεί η διαφορά ήρεμα, πολιτισμένα και με το χαμηλότερο δυνατό (ψυχικό, ηθικό, οικονομικό) κόστος για όλες τις συμμετέχουσες πλευρές.