Πόσο εύκολο είναι να μιλήσει πολιτισμένα και να λύσει τις διαφορές του ένα ζευγάρι; θα ρωτήσετε.
Καθόλου, θα απαντήσω.
Ένα διαζύγιο αποτελεί μια βόμβα στα θεμέλια της οικογένειας, με τους πρώην συντρόφους να βρίσκονται σε κατάσταση σύγχυσης, ματαίωσης και οδύνης. Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ο θυμός, ο οποίος είναι κακός σύμβουλος σε μια διαπραγμάτευση, καθώς θολώνει την κρίση και δεν αφήνει το μέρος να έχει τη νηφαλιότητα που απαιτείται, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση με ρεαλισμό και σύνεση.
Η αλήθεια είναι ότι οι ψυχικές πλευρές που ενεργοποιούνται σε ένα διαζύγιο είναι πολύπλοκες και βαθιές, με αποτέλεσμα η διαχείρισή τους να είναι μια πολύ δύσκολη και απαιτητική διαδικασία. Συνήθως ο θυμός δεν απευθύνεται μόνο στο πρόσωπο του συζύγου, αλλά είναι πολύ πιθανό να έχουν ενεργοποιηθεί παλαιότερα τραυματικά βιώματα της παιδικής και νηπιακής ηλικίας, τα οποία προκαλούν μια ιδιαίτερα έντονη συναισθηματική αναστάτωση.
Για τον λόγο αυτό και η παράλληλη ατομική ή ψυχοθεραπεία ζεύγους προσφέρει πολύτιμη βοήθεια κατά τη διαδικασία ενός διαζυγίου.
Είναι προφανές ότι μια τέτοιου είδους συναισθηματική φόρτιση μπορεί επιδεινωθεί δραματικά και να γίνει καταστροφική (και αυτοκαταστροφική) εάν τραφεί με την ένταση και την οξύτητα μιας δικαστικής διαμάχης, η οποία θα κυριαρχήσει για χρόνια στις ζωές των πρώην συντρόφων, καθυστερώντας τον απελευθέρωσή τους από τις τραυματικές συνθήκες του διαζυγίου κι εμποδίζοντάς τους από το να κάνουν μια καινούργια αρχή.
Γι’ αυτό και η οικογενειακή διαμεσολάβηση είναι τόσο σημαντική, και στην ουσία σωτήρια, καθώς ο διαμεσολαβητής / η διαμεσολαβήτρια ξεκινά από τα αρνητικά συναισθήματα των μερών, φροντίζοντας να μιλήσει με το κάθε μέρος ξεχωριστά. Σκοπός της αυτής της ιδιωτικής, άκρως εμπιστευτικής ακρόασης είναι το κάθε μέρος να εκφράσει ελεύθερα τον θυμό και τη στενοχώρια του, ώστε να αποφορτισθεί και να μαλακώσει προτού ξεκινήσει η συζήτηση για να βρεθεί μια συναινετική, εκτός δικαστηρίων λύση.
Αυτή είναι μια σημαντική διαφορά σε σχέση με την δικαστική διαδικασία, στην οποία η βιωματική ιστορία κάθε προσώπου θα μεταφερθεί στον δικαστή μέσα από ένα δικόγραφο με δικονομικό, «ξύλινο» λόγο – ένα κείμενο που δεν μπορεί να αποδώσει την βίωμα και την προσωπική ματιά του ίδιου του διαδίκου. Έτσι τα μέρη στερούνται την τόσο σημαντική, και στην ουσία απελευθερωτική ευκαιρία να εκφράσουν το προσωπικό τους βίωμα.
Αντίθετα, κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης τα μέρη, αφού έχουν πρώτα ακουστεί κι αποφορτισθεί, κατανοώντας ενδεχομένως τόσο τη θέση της άλλης πλευράς, όσο και τα δικά τους λάθη και παραλείψεις, θα είναι σε θέση να προχωρήσουν σε έναν ουσιαστικό και εποικοδομητικό διάλογο, εντοπίζοντας τα σημεία στα οποία μπορούν να υποχωρήσουν, προκειμένου να πετύχουν αυτά που θεωρούν πραγματικά σημαντικά– και καθώς οι αμοιβαίες υποχωρήσεις είναι το θεμέλιο ενός εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Για να λειτουργήσει σωστά κι αποτελεσματικά η διαμεσολάβηση, είναι σημαντικό να γίνεται με πραγματική – φυσική συνάντηση των μερών κι όχι διαδικτυακά, καθώς η παρουσία και ο λόγος του διαμεσολαβητή / της διαμεσολαβήτριας, με τη φωνή της λογικής, της νηφαλιότητας και της, αν θέλετε, σοφίας, θα μπορέσει να οδηγήσει στις απαραίτητες ψυχικές μετατοπίσεις των μερών, ώστε να πετύχουν την εξεύρεση μιας συναινετικής λύσης της διαφοράς τους.
Ροζίτα Σπινάσα